- επιμάρτυρος
- ἐπιμάρτυρος, ὁ (Α)εκείνος που καλείται ή μπορεί να κληθεί να επιμαρτυρήσει, να επιβεβαιώσει τους όρκους συνθήκης («Ζεὺς δ’ ἄμμ’ ἐπιμάρτυρος ἔστω», Ομ. Ιλ.)2. αστρολ. αυτός που προσδιορίζει τη θέση ενός αστεριού για τη μαντεία.[ΕΤΥΜΟΛ. < σύνθετο εκ συναρπαγής από την προθετική φράση επί μάρτυρος (κατά το ά-μαρτυρος)].
Dictionary of Greek. 2013.